μανδ-

μανδ-
см. μαντ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μανδ-" в других словарях:

  • μίγδαλοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναμεμιγμέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι (πιθ. κατ επίδραση τού επιρρ. μίγδην) + κατάλ. αλος (πρβλ. μάνδ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρράκης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως» 2. κοκκινωπός, ροδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα άκης (πρβλ. μανδ άκης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»